τσιρότο

τσιρότο
το липкий пластырь, лейкопластырь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τσιρότο" в других словарях:

  • τσιρότο — τσιρότο, το και τσερότο, το (λ. ιταλ.), έμπλαστρο με επίστρωμα από κερί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιρότο — και τσιρώτο και τσηρώτο και τσερότο, το, Ν 1. είδος λεπτού εμπλάστρου με επίστρωμα κεριού 2. λευκοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerotto < κηρωτόν < κηρός] …   Dictionary of Greek

  • κηρωτός — ή, ό (Α κηρωτός, ή, όν) [κηρώ] νεοελλ. 1. ο επιχρισμένος με κερί για να γίνει αδιάβροχος («κηρωτό ύφασμα») 2. φρ. α) «κηρωτή αλοιφή» η κηραλοιφή β) «κηρωτό έμπλαστρο» ή «κηρωτό» φαρμακευτικό σκεύασμα από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε λεπτό ύφασμα …   Dictionary of Greek

  • νιτσεράδα — και ιντσεράδα η αδιάβροχη ενδυμασία που φορούν οι ναυτικοί για να προφυλάγονται από την βροχή και από το θαλασσινό νερό σε περίπτωση κακοκαιρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. incerata (tela) < cera «κερί» (πρβλ. τσιρότο)] …   Dictionary of Greek

  • τσερότο — το, Ν βλ. τσιρότο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»